- πύθηται
- πύ̱θηται , πύθωcause to rotpres subj pass 3rd sgπυνθάνομαιlearnaor subj mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οά — ὀᾱ (Α) (ποιητ. σχετλιαστικό επιφών.) ουαί, φευ, αλίμονο («ὀᾱ, ὀᾱ, στενάγματος τοῡδε μὴ πόλις πύθηται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα που συνδέεται φωνολογικά προς το γνωστό επιφώνημα οὐκί*] … Dictionary of Greek
πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… … Dictionary of Greek